-
1 στεγανό-πους
στεγανό-πους, π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die σκιάποδες, Alcm. bei Strab. 7, 3, 6; – τὰ στεγανόποδα, Arist. H. A. 2, 12, sind Thiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, Ggstz σχιζόπους.
-
2 στεγανόπους
στεγανό-πους, π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die σκιάποδες; τὰ στεγανόποδα, Tiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, Ggstz σχιζόπους
См. также в других словарях:
στεγανόποδα — Ομάδα πουλιών, που παλιότερα αποτελούσε ιδιαίτερη τάξη, αλλά σήμερα έχει κατανεμηθεί σε πολλές άλλες, γιατί πολλά από τα πουλιά που την αποτελούν διαφέρουν μεταξύ τους σε σημαντικά χαρακτηριστικά. Τα σ. έχουν στα κάτω άκρα ένα είδος παλάμης: τα… … Dictionary of Greek
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
φρεγατίδες — (Fregatidae). Στεγανόποδα υδρόβια πτηνά των τροπικών θαλασσών. Πετούν με μεγάλη ευχέρεια, αλλά δυσκολεύονται να περπατήσουν στο έδαφος. Αποφεύγουν να βουτούν στη θάλασσα γιατί, όταν βραχούν, δυσκολεύονται να πετάξουν. Οι φρεγάτες, όπως… … Dictionary of Greek
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek
σφηνόδους ο στικτός ή τουατάρα — (sphenodon punctatum ή hatteria punctata). Ερπετό της οικογένειας των Σφηνοδοντιδών, της τάξης των ρυγχοκεφαλίων, της οποίας είναι σήμερα ο μοναδικός εκπρόσωπος. Το τυπικό αυτό δείγμα ζωντανού απολιθώματος, που μελετήθηκε μόνο μετά το 1830 και… … Dictionary of Greek